- ηυτοματισμένως
- ηὐτοματισμένως (Α)επίρρ. αυτόματα, εκούσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηυτοματισμένος, μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. τού ρ. αυτοματίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηὐτοματισμένως — αὐτοματίζω act of oneself perf part mp masc acc pl (doric) ηὐτοματισμένως arbitrarily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)